αγώγιμος

αγώγιμος
-η, -ο (Α ἀγώγιμος, -ον)
αυτός που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί, να μετακομιστεί
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικώς (με αγωγή)
2. αυτός που έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τη θερμότητα ή τον ηλεκτρισμό
αρχ.
(για πρόσωπα)
1. αυτός που περιέρχεται σε κατάσταση δουλείας
2. εύκαμπτος, ευλύγιστος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγώγιμον
ερωτικό φίλτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγωγός.
ΠΑΡ. αγωγιμότητα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀγώγιμος — capable of being carried masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώγιμον — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem acc sg ἀγώγιμος capable of being carried neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγίμοις — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγίμους — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγίμων — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγίμῳ — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώγιμα — ἀγώγιμος capable of being carried neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώγιμοι — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”